τυφλοπάνι

τυφλοπάνι
το / τυφλοπάνι(ο)ν, ΝΜ
επίδεσμος που χρησιμοποιείται για την επίδεση άρρωστων ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πανί(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυφλοπανιάζω — Μ [τυφλοπάνι(ον)] 1. καλύπτω τα μάτια κάποιου με επίδεσμο, με μαντίλι 2. (κατ επέκτ.) εμποδίζω την όραση 3. συνεκδ. θολώνω την όραση κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”